- χαλκεόνωτος
- χαλκεό-νωτος, ον,A with back of brass,
κύμβαλα Nonn.D.10.388
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύμβαλα Nonn.D.10.388
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκεόνωτος — ον, ΜΑ, και χαλκόνωτος Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χάλκινα νώτα (α. «χαλκεόνωτα κύμβαλα», Νόνν. β. «χαλκόνωτον ασπίδα τήνδ », Ευρ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + νωτος (< νῶτον), πρβλ. εὐρύ νωτος, ποικιλό νωτος] … Dictionary of Greek
χαλκεόνωτον — χαλκεόνωτος with back of brass masc/fem acc sg χαλκεόνωτος with back of brass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεόνωτα — χαλκεόνωτος with back of brass neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαλκόνωτος — ον, Α βλ. χαλκεόνωτος … Dictionary of Greek